- δελτωτή
- δελτωτόςin the shape of the letterfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δελτωτός — ή, ό (AM δελτωτός, ή, όν) [δέλτα] 1. αυτός που έχει το σχήμα τού γράμματος Δ («ἡ δὲ Ρόδος ἡ νῆσος... δελτωτὴ τὸ σχῆμα») 2. ο αστερισμός τού τριγώνου νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δελτωτό (ν) ο πλωτήρας τού δρομόμετρου με το οποίο μετριέται η… … Dictionary of Greek